- ἐπισημαντικός
- ἐπι-σημαντικός, ή, όν,A indicative, portending, Ptol.Tetr.94,101, Cat.Cod.Astr.4.84.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επισημαντικός — ἐπισημαντικός, ή, όν (Α) αυτός που δηλώνει, που σημαίνει κάτι, που προοιωνίζεται τα μέλλοντα … Dictionary of Greek
ἐπισημαντικόν — ἐπισημαντικός indicative masc acc sg ἐπισημαντικός indicative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)